- πτεροφύτωρ
- πτερο-φύτωρ [ῡ], ορος, ὁ, ἡ,A feather-producing, διὰ πτεροφύτορ' ἀνάγκην Poet. ap. Pl.Phdr.252b (-φυτον or -φοιτον codd.,
-φύτορ' Stob.
).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-φύτορ' Stob.
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτεροφύτωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που εκφύει φτερά 2. μτφ. αυτός που πετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φύτωρ (< φύομαι)] … Dictionary of Greek
πτεροφύτορ' — πτεροφύ̱τορα , πτεροφύτωρ feather producing masc/fem acc sg πτεροφύ̱τορι , πτεροφύτωρ feather producing masc/fem dat sg πτεροφύ̱τορε , πτεροφύτωρ feather producing masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)